αθησαύριστος

αθησαύριστος
ἀθησαύριστος, -η, -ο [θησαυρίζω]
αυτός που δεν θησαυρίστηκε ή δεν μπορεί να θησαυριστεί, να περισυλλεχθεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καταγραφεί σε συλλογή (λέξη, δημοτικό τραγούδι κ.λπ.)
αρχ.
1. ο ακατάλληλος για αποθησαύριση
2. (για τροφές) αυτός που δεν μπορεί να διατηρηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀθησαύριστος — not hoarded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθησαύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν περιλήφτηκε σε θησαυρό, σε συλλογή (ιδιαίτερα λέξεων): Δημοσίευσε συλλογή αθησαύριστων λέξεων. 2. αυτός που δε θησαύρισε: Ήταν ο μόνος που είχε μείνει αθησαύριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθησαύριστον — ἀθησαύριστος not hoarded masc/fem acc sg ἀθησαύριστος not hoarded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθησαύριστα — ἀθησαύριστος not hoarded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”